- ειρηνευτικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ειρήνευση: Ειρηνευτικές διαθέσεις.2. που συντελεί στην ειρήνευση, συμφιλιωτικός: Ειρηνευτική ενέργεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.