ειρηνευτικός

ειρηνευτικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ειρήνευση: Ειρηνευτικές διαθέσεις.
2. που συντελεί στην ειρήνευση, συμφιλιωτικός: Ειρηνευτική ενέργεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ειρηνευτικός — ή, ό (Μ εἰρηνευτικός, ή, όν) αυτός που αναφέρεται, ανήκει ή συμβάλλει στην ειρήνευση («ειρηνευτικές προσπάθειες», «ειρηνευτική δύναμη τού ΟΗΕ») …   Dictionary of Greek

  • καταλλακτικός — καταλλακτικός, ή, όν (Α) [καταλλάσσω] ο ικανός για συνδιαλλαγή, ειρηνευτικός …   Dictionary of Greek

  • ειρηνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που υπάρχει ή συμβαίνει σε καιρό ειρήνης: Έργα ειρηνικά. 2. που συντελεί στην ειρήνη, ειρηνευτικός, συμφιλιωτικός: Ειρηνικές προσπάθειες του ΟΗΕ. 3. που αγαπάει την ειρήνη, φιλειρηνικός, φιλήσυχος: Ειρηνικός λαός. – Ειρηνικός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”